-
1 сокращённый
επ. από μτχ.σύντομος, συνοπτικός, βραχύς. || μειωμένος, ελαττωμένος. || συντετμημένος•-ое слово συντετμημένη λέξη.
-
2 баланс
1. (состояние) η ισορροπία, το ισοζύγιο 2. фин. (документ) το ισοζύγιοблагоприятный - ευνοϊκό -, πλεονασματικό -3. (банковский) о ισολογισμόςотрицательный - αρνητικό -, ελειμματικό -сжатый - см. сокращённыйРусско-греческий словарь научных и технических терминов > баланс